δοριλυμαντος

δοριλυμαντος
    δοριλύμαντος
    δορι-λύμαντος
    2
    уничтоженный с помощью копья
    

(Δαναῶν μόχθοι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δοριλυμαντος" в других словарях:

  • δοριλύμαντος — δοριλύμαντος, ον (Α) αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο …   Dictionary of Greek

  • δοριλυμάντους — δοριλύμαντος destroyed by the spear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»